ἀλαφροσκεπάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφροσκεπάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαφροσκεπάζω ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 101 καὶ Παραμύθ. 49
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. σκεπάζω.
Σημασιολογία
Σκεπάζω δι’ ἐλαφροῦ καλύμματος ἢ σκεπάζω ἐλαφρῶς: Ἡ καλὴ μαμὰ ξαγρυπνᾷ δίπλα ’ς τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀλαφροσκεπάζει ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. ἔνθ’ἀν. || Φρ. Μαλακὸ τὸ χῶμα ποῦ τὸν ἀλαφροσκεπάζει! (εὐχὴ πρὸς νεκρὸν) ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA