ἀλίγδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλίγδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλίγδωτος ἐπίθ. κοιν. ἀλίγδουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λιγδωτὸς < λιγδώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴλιγδωθείς, ὁ ἀκηλίδωτος κοιν. : Ἀλίγδωτο φόρεμα. Συνών. ἀλίγδιˬαστος, ἀντίθ. λιγδωμένος (ἰδ. λιγδώνω.) 2) Ὁ μὴ φαγὼν λίπος καὶ καθόλου ὁ μὴ τραφεὶς Ἤπ. : Φρ. Χόρευε, κοιλούλλα μου, νηστικὴ κιˬ ἀλίγδωτη. 3) Ὁ μὴ ἔχων ἐν ἑαυτῷ λίγδαν, ἤτοι πάχος, ἄρα ἀπαχής, ἰσχνὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ἀλίγδουτους ἄνθρουπους χουρταίνει πουτέ ; 4) Ὁ μὴ ἔχων λίπασμα, ἀλίπαντος, ἐπὶ γῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Χουράφ᾿ ἀλίγδουτου. Συνών. ἀκόπριστος 2, ἄκοπρος, ἀλέριˬαστος, ἀλέρωτος 2. β) Ὁ ἐστερημένος φυσικῆς ἰκμάδος, λεπτόγειος, ἐπὶ γῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA