ἀλλαρύσω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαρύσω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλαρύσω Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀλλὰ ρῦσαι, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει ἒν τῇ φρ. τῆς Κυριακῆς προσευχῆς «ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ φαύλου παιδίου, οἷον : αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς!
Σημασιολογία
Καταδικάζω τινὰ εἰς ποινήν, τιμωρῶ : Μὴ μᾶς ἀλλαρύσῃς, Κύριε!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA