ἀλληλάδερφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλληλάδερφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλληλάδερφος ὁ, ἀλλάδερφος Ἤπ. ἀλλ᾿νάδιρφους Ἤπ. ᾿ληνάδερφος Ἤπ.(Τσαμαντ.) ᾿λολάδερφος Ἤπ. Κέρκ. ᾿λουλαδερφὸς Κεφαλλ. ᾿μηλάδερφος Κύθν. Πελοπν. (Μεσσ.) ᾿μηλαδερφὸς Θρᾴκ. (Γέν. Σηλυβρ.) ᾿μελάδερφος Ἤπ. ᾿μ᾿λάδιρφους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿μ᾿λαδιρφὸς Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀρχ. ἀλληλοπαθοῦς ἀντων. ἀλλήλων καὶ τοῦ οὐσ. ἀδερφός. Ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 30 (1919) Λεξικογρ. Ἀρχ. 38 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἀδελφὸς ἑτεροθαλής. Πβ. ἀλληλαδέρφι. Ἡλ. ὑπὸτὸντύπ. Μηλαδέρφη καὶ ὡς τοπων. Εὔβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/