ἀλλουνέτερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλουνέτερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Αντωνυμία
Τυπολογία
ἀλλουνέτερο ἀντων. άόριστος Πόντ.(Ὄφ.)ἀλλουνότερο Πόντ.(Ὄφ.)ἀλληνέτερον Πόντ.(Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀλλουνοῦ γενικ. τῆς άορίστου άντων. ἄλλος κατὰ τὸ ἐμέτερον, δι᾿ὅ ἰδ. ἡμέτερος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ τ᾿ἐσέτερον (τὸ ὑμέτερον) , τ᾿έκεινέτερον (τὸ ἐκέινων)κττ. Τὸ ἀλληνέτερον κατ᾿ἐπίδρασιν τῆς γενικ. τοῦ θηλ. ἀλληνές.
Σημασιολογία
Τὸ τῶν ἄλλων, τὸ ξένον, ἐνάρθρως καὶ ἀνάρθρως ἔνθ. ἀν.:Οὐτ᾿εἶναι τ᾿ἐμέτερα ἀγοῦ τὰ μῆλα, ἀλλουνότερα εἶναι (δὲν εἶναι ἰδικά μας ταῦτα τὰ μῆλα, ξένα εἶναι)Ὄφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA