ἅλωνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅλωνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἅλωνα ἡ, Ἄνδρ. Ἰκαρ. Κάρπ. Τσακων. ἅωνα Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἅλως. Ἡ αἰτιατ. ἅλωναν καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 596 (ἔκδ. Wagner σ. 161)« εἰς ἅμαξαν, εἰς ἅλωναν καὶ εἰς τὴν ἀροτρίαν»

Σημασιολογία

1)Ἁλώνιον ἔνθ΄ ἀν.: Ἐπόλυκες τὰ βούγι̮α κ΄ἐγι̮άησα ‘ς τὴν ἅλωνα (βούγι̮α== βόδια, ἐγι̮άησα=ἐπῆγαν)Κάρπ. || Φρ. Ἑρέτζε ἅωνα τζ΄ἔγ. ἁωνοῦ (εὑρῆκεν ἁλώνιον καὶ ἁλωνίζει, ἤτοι εὖρεν εὐρὺ στάδιον δράσεως ἢ μεγάλα ἐφόδια σπατάλης)Τσακων. Ἐμποίτζε νι ἅωνα τὰν τζέα σι (τὸ ἔκαμε ἁλώνιον τὸ σπίτι του, ἤτοι ἐπιτρέπει εἰς τοὺς ξένους νὰ σπαταλοῦν τὰ ἑαυτοῦ)αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ. 2)Ὁ πλακόστρωτος κύκλος τοῦ ἐλαιομύλου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου περιστρέφεται ἡ ὀρθία μυλόπετρα Τσακων. 3)Ὁ κύκλος τῆς σελήνης Τσαλων. Πβ.ἁλώνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/