ἄμοιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμοιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄμοιρος ἐπίθ. κοιν. καὶΚαππ. (Σινασσ.) ἄμ᾿ρους βόρ. ἰδιώμ. ἄμοιρε Τσακων. ἄμερες Σκῦρ. ἀνάμοιρος Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀνέμοιρος Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ άρχ. έπίθ. ἄμοιρος. Διὰ τὸν τύπ. ἀνάμοιρος ίδ. ἀ- στερητ. 1 δ.
Σημασιολογία
1) Ὁ στερηθεὶς τοῦ κλήρου ἔκ τινος κληρονομίας Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. Χίος: Τὸν ἄφησαν ἄμοιρον Χίος. Ἡ σημ. καὶ παρ᾿Ἡσυχ. «ἄμοιροι· ἄχωροι, ἄκληροι» β) Ἀτυχής, δυστυχὴς κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Ὁ ἄμοιρος, τι κακὸ ἢτανε αὐτὸ ποῦ ἔπαθε ! Ἠ ἄμοιρη, τὰ βάσανα δὲν τῆς λείπουν ποτέ ! Ἡ ἄμοιρη, τί ἔπαθε ! κοιν. Ἄκλερος κιˬ ἄμοιρος Πελοπν. (Λακων.) Ὁ ἄμοιρος ἔν᾿φτωχὸς Σινασσ. || Φρ.Κἄπ͜οιος ἄμοιρος γεν͜ειέται (λέγεται ἡ φράσις, ὅταν μετὰ ζωηρὰν συζήτησιν αἰφνιδίως ἐπικρατήσῃ γενικὴ σιωπὴ) πολλαχ. || Παροιμ. Ὁ Θεὸς ἀρφανὰ κάνει, μὰ ἄμοιρα δὲν κάνει (ὅτι καὶ οἱ δεινῶς ὑπὸ τῆς τύχης διωχθέντες ἡμέραν τινα εὐτυχοῦν. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ) πολλαχ. Συνών. ἄκληρος 2, ἄτυχος, κακόμοιρος, κακορρίζικος, κακότυχος. 2) Ὁ ἄγαμος (ὡς μὴ τυχών τῆς κατ᾿ ἐξοχὴνκαλῆς μοίρας ἢτοι τοῦ γάμου. Πβ. μεταγν. ἀμοιρόγαμος) Ἄνδρ. Ζάκ. Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Πελοπν. (Τριφυλ.) Σάμ. Σίφν. Χίος κ.ἀ. : ᾎσμ. Καὶ κάτσε μὲ τοὶς ἄμοιρες καὶ κάτσε μὲ τοὶς χῆρες (μοιρολ.) Τριφυλ. Συνών. ἀμοίραντος. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Λερ. Χίος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA