ἀμπόλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπόλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπόλι τό, Καππ. (Φερτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπολή.

Σημασιολογία

Τμῆμα τῆς ἀμπέλου ἐσχηματισμένον ἐπί ἐπικλινοῦς ἐδάφους δι' ἀναλήμματος κτιστοῦ πρὸς ἰσοπέδωσιν αὐτοῦ. Πβ. ἀμπολὴ 8.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/