ἀμυγδαλογελοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλογελοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμυγδαλογελοῦσα ἡ, Κεφαλλ. – Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ τοῦ ρ. γελῶ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα. Πβ. ἌνδΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925)186.
Σημασιολογία
Ἀμυγδαλογελάστρα, ὃ ἰδ. : Μωρὴ καρυδομάγουλη κι ἀμυγδαλογελοῦσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA