ἀναβάντζο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβάντζο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναβάντζο τό, ἀμάρτ. ἀνεβάτζο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ἀβάντζο.

Σημασιολογία

Συμφέρον: Γνωμ Ὀπὄβρω τ᾿ άνεβάτζο μου, ἐκεῖ ’ν’ τἀ ὀνικά μου (‘ν’=εἷναι. ᾿ονικἀ ἀντὶ γονικὰ= πατρικὴ οἰκία, πατρίς. Πβ. ἀρχ. γνωμ. παρ’ ᾽Αριστοφ. Πλοῦτ. 1151«πατρὶς γάρ ἐστιν πᾶσ’, ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ»).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/