ἀναγέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγέρνω, ἀνεγείρω Θήρ. ἀναγείρω Πόντ.(Κερασ.) ἀναείρου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐνεείρω Ρόδ. (Κάστελλ.) ἐνέειρω Ροδ (Κάστελλ.) ἀναγέρνω σύνηθ. ἀναγέρνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀναέρνω Κυπρ. -Λεξ. Μπριγκ. ἀναείρνω Κάρπ. Κύπρ. Συμ. ἀνεγείρνω Κρήτ. ἀναγε͜ιούρνου Πελοπν. (Μάν.) ἀνεγέρνω Θήρ. Κάρπ Α.Κρήτ.-Λεξ. Βλαστ. ᾿ναέρνω Ρόδ. (Κάστελλ.) ᾿ναέρω Συμ. ᾽νεει’ρνω Τῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνεγείρω. Πβ. ΓΧατζιδ ΜΝΕ 1,131. Ὁ τύπ. ἀναγείρω καὶ ἐν Πεντατεὕχ. (ἔκδ. Hesseling) ”Εξοδ. 14, 27.

Σημασιολογία

Α) Μετβ 1) Σηκώνω ἐπάνω, ἀνυψώνω Κεφαλλ. Κύπρ. -ΚΚρυστάλλ. ᾿Ἔργο. 2,72: Ἡ κανονεˬά ἀνέειρεν τα χώματα Κυπρ. ᾿Ανάγειρε τὸ παιδὶ Κεφαλλ. ‖ Ποίημ. ᾿΄Ετρεμε σὰν τὴν καλαμεˬά κι ἀνάγερνε τὰ μάτια πλημμυρισμένα ἀπὸ καηˬμὸ καὶ φλογερὰ ἀπ᾽ ἀγάπη ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. β) ᾿Ανασκάπτω πολλαχ.: Κάθε χρόνο ἀναγέρνω τ᾿ ἀμπέλι μου-τό χωράφι μου Θήρ. Ἀναέρνω τὸ χωράφιν μου νὰ τὸ πιˬάσῃ τὸ κόπριν Κύπρ. 2) ᾿Ανακατώνω, ἀνασκαλεύω, ἐρευνῶ πολλαχ.: ᾿Εχτὲς ἀνάειρα τὸ σπίτιν ταὶ ᾿ὲν ηὗρα τίποτε Κύπρ. ᾿Αναγέρνω τό τσικάλι μὲ τὴν κουτάλα Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Ὅλα τὰ σπίτιˬα ἄνοιξε, ὅλα ἀνάγειρέ τα Κρήτ. Τραύα, καλέ μ᾽ τὸν ἅλυσο, τραύα τὴν ἁλυσίδα, τὶ ὅλον τὸν κόσμο ἀνάγειρα καὶ τίποτες δὲν ηὗρα ΝΠολιτ Ἐκλογ. 131. β) ’Αναστρέφω Κρήτ. Τῆλ.: ’Νεείρνω τ᾽ ἁλώνι Τῆλ. ’Ανάγειρέ το μὲ τὸ θρινάκι τὸ μάλαμα Κρήτ. γ) Μεταφ. ρᾳδιουργῶ Κύπρ.: ᾿Ανάερνέν μας οὕλλον τὸν ταιρόν, ὥσπου τ᾿ ἔβαλέν μας στὲς κρίσες. Συνων. ἀνακατεύω, ἀνακατώνω. 3) Συνταράσσω, κάμνω ἄνω κάτω Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ.(Κάστελλ.): ᾿Ανάειραν τὴν μακαρίτισσαν μὲ τοὶς ’τιμασιές τους (’τιμαιˬά=ἀρὰ) Κύπρ. Ἀναέρτηκεν ἡ θάλασσα αὐτόθ. Ἀναέρνεται τὸ χωρκὸν ’ποῦ τὲς φωνὲς αὐτόθ. ‖ Φρ. ᾿Ανεγέρνει τὸ bάτο τοῦ γιˬαλοῦ (ἐπὶ ρᾳδιούργου) Α.Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Ὁ μαῦρος ἐιίνισεν τ’ ὁ κόσμος ἀναέρτην Κύπρ. ᾿Ασημοκαρυόλαιμη ταὶ μπαμπακοστηχάτη, ὥσπου νὰ σ’ εὕρω δκιˬαλεχτήν, τὴν γῆν ἀνέειρά την αὐτόθ. β) Μεσ. ἔχω τάσιν πρὸς ἐμετόν, ἀνακατώνομαι Κυπρ. ᾿Αναέρνεται ἡ καρκιˬά μου ταὶ ἀλῶ πως ᾿εν-νὰ ξεράσω (καρκιˬὰ=κοιλία, ᾿αλῶ=λαλῶ, νομίζω). γ) Μες. ἀηδιάζω, συγχύζομαι Κύπρ Ἀναέρνομαι μὲ τὰ καμώματά του. 4) Μεταφέρω τι ἀπό τινος εἰς ἄλλον, μεταστρέφω Πόντ. (Κερασ.): ᾎσμ. Ποππᾶ, κλῶσον τὰ στέφανα κιˬ ἀνάγειρον τὴν ἅγιˬαν, Ἑλέν’ τὸ πρῶτον στέφανό μ᾽τὸ πρῶτον ἡ ἀγάπη μ᾽ (περί τῆς σημ. ταύτης καί τοῦ ᾄσματος καθόλου ἰδ. ἅγιᾳ ἡ, 3). Β) Ἀμτβ. 1) Ἀνεγείρομαι ὀλίγον τι πρότερον ὤν κατακεκλιμένος Στερελλ. (Παρνασς.): Ἀνα᾽ρι ’γά’ να σ’ βάλλου προυσκέφαλου. Εἶμι ἀναγιρμένους. 2) Ἀνακατώνομαι, γίνομαι ἄνω κάτω Κάρπ. Σύμ. : Ἀνάειραν τά κούφη μου ἀπὸ τὸ φαεῖ (κούφη: κοιλία., ἐντόσθια) Σύμ. β)Μεταφ. ἀηδιάζω, συγχύζομαι Κάρπ. Σύμ.: Ἀνάειραν τά κούφη μου ποῦ τ’ ἄκουσα Σύμ. Ἅμα τὰ λές αὐτά, ἀναείρνουν τ᾿ ἀντέριˬα μου Κάρπ. 3) ᾿Ερεύγομαι. Ροδ. 4) Κοχλάζω, βράζω Κάρπ. Κύπρ.: Τὸ νερὸ ἀνάειρε Κάρπ. 5) κλίνω ἐλαφρῶς πρὸς τὰ ὀπίσω πολλαχ.: Ἡ γρα͜ιά του εἶχε ξεψυχήσει μ᾽ ἀναγειρμένο κεφάλι, στραμμένη Πρὸς τὸν τοῖχο καὶ τὸ στόμα της εἶχε ζαβώσει ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 50 6)Κλίνω ἐλαφρῶς πρὸς τὰ κάτω πολλαχ.: Τὰ κλαριˬὰ φορτωμένα ἀπό χιˬόνι ἀνάγειραν Λεξ. Δημητρ. 7) Κατακλίνομαι, ἐξαπλώνομαι προχείρως πολλαχ.: ᾿Ανάγειρα νά ξαποστάσω Λεξ. Πρω. Ὁ Δῆμος ἤτανε κατάχαμα ἀναγερμένος κοντὰ ’ς τὸν τοῖχο ΝΛουκόπ. ἐν Ἡμερολ. Μ.΄Ελλάδ. 1930 σ. 263. Μετοχ 1) Ὁ ὑποστὰς μετατόπισιν τῶν ἐντέρων Πελοπν. (Μαν.): Τό παιδί εἶναι ἀναγε͜ιουρμένο. 2) Ὁ βασανιζόμενος εἰς τὴν κόλασιν μέσα εἰς κοχλάζουσαν πίσσαν ὡς ἄδικος Κύπρ. Πβ. ἀνάγερμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/