ἀνάγυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάγυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνάγυρος ὁ, (Ι) Κρήτ. Λευκ. Στερελλ. (Λαμ.) Χίος κ. ἀ. ἀνάγιˬουρος Πελοπν. (Μάν.) ἀνάϋρος Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ἀλάϋρος Καρπ. ἀνόγυρος Χίος ἀλόγυρος Ἰων. (Σμύρν) Κεφαλλ. Παρ Σῦρ Χίος -Κορ. Ἄτ. 4,8.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ γῦρος.

Σημασιολογία

1) Δρόμος κυκλοειδὴς καὶ μὴ κατ᾽ εὔθεῖαν φέρων, περίοδος, λοξοδρομία ἔνθ' ἀν.: Ἔκαμα μεγάλ' ἀνάγυρ' ὥστε νά ’ρθω Κρήτ. Γιˬὰ νά ’ρθῃς ’ς τ' ἀbέλι μὴ bάς τὸ δρόμο, παρὰ νὰ περάσῃς ἀπὸ τὸ παράστρατο, ἁποὺ δέν εἶν᾿ ἀνάγυρος αὐτόθ. Κάμαμε ἕνα ἀλόγυρο γιὰ νὰ τό ’βρωμε Σῦρ. Ἔκαν᾽ ἕν᾿ ἀνάϋρο κ᾽ ἐγύριζ’ ἀπ᾽ ἄλλη στράτα ᾿ς τὸ σπίτι ᾿Αργυρᾶδ. Συνών. ἀπόγυρος. 2) Σύμπραξις πολλῶν πρὸς ἐργασίαν ἀπαιτοῦσαν πολλὰς χεῖρας Κρήτ.: ᾽Ανάγυρο θέλει αὐτή ἡ δουλε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/