ἀναδοσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδοσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναδοσιˬὰ ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν. Λάστ.) Ρόδ. κ. ἀ. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀναδοσά ’Ιόνιοι Νῆσ. (Λευκ. κ. ἀ.) ἀναδουσά Θρᾴκ. (Αἶν.) κ. ἀ. ἀνεδοσιˬά Θρᾴκ. Μηλ Παρ κ.ἀ. -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ Πρω. Δημητρ. ἀνεδοσά ᾿Αστυπ. Θήρ. Α.Κρήτ. ἀνεδοσκιˬὰ Μῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάδοσι, παρ’ ὃ καὶ ἀνέδοσι.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐκ τῆς γῆς ἀναδιδομένη ὑγρασία Ἀστυπ Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Μῆλ. Ρόδ. -Λεξ. Μπριγκ. ’Ελευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητ.: Ἀνεδοσιˬά τοῦ τοίχου Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάδκιˬον. β) Ἡ ἐκ τῆς ὑγρασίας τοῦ δαπέδου, τῶν τοίχων καὶ ἄλλων πραγμάτων προερχομένη ὀσμὴ Παρ. κ. ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾿Αναδοσιˬά τοῦ βόθρου-τοῦ βούρκου- τοῦ ὑπογείου Λεξ. Δημητρ. Νοτισμένα τ’ ἀσπρόρρουχα κ᾿ ἔχουν ἀναδοσιˬά αὐτόθ. γ) ᾿Ατμίς τοῦ ἐδάφους Θήρ. -Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνάδοσι 2 β. 2) ’Αδημονία, στενοχωρία (διὰ τὴν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν ἰδ. τὸ συνών. ἀνάδομα 3) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Λευκ. κ.ἀ) Πελοπν.(Δημητσάν. Λάστ.): Ἄνοιξε τοῖς πόρτες, γιˬατί μ’ ἔρχεται ἀναδοσιˬά Δημητσάν. ‖ Παροιμ. Ἠ ἀναδουλιˬὰ τοῦ δουλευτῆ ἀναδοσά τοῦ κάνει (ἐπὶ τοῦ ἀέργου, ὅστις στενοχωρεῖται) ’Ιόνιοι Νῆσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA