ἀναιρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναιρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναιρῶ λόγ. σύνηθ. ἀνιροῦ Λυκ (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναιρῶ.
Σημασιολογία
1) ᾿Αρνοῦμαι: ᾿Αναιρῶ τὴν ὑπόσχεσί μου. ᾿Αναιρεῖ ὅσα εἶπε. 2) ᾿Ανασκευάζω: Θὰ ἀναιρέσω ὅλες τοὶς συκοφαντίες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA