ἀναλυγγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλυγγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλυγγίζω, ἀνελυγγῶ Λεξ. Μπριγκ. ἀνελυgῶ Θήρ. ᾿νελυγγῶ Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς πρόθ. ἀνά καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. λυγγίζω.
Σημασιολογία
Ἀναλυγγιˬάζω 1, ἔνθ. ἀν.: ᾿Ανελυgᾴ σὰ μωρὸ Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA