ἀναμαζωχτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμαζωχτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναμαζωχτὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀνεμαζωχτής Νάξ.(’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναμαζώνω.
Σημασιολογία
Ὁ συλλέγων καὶ ἀποταμιεύων εἰς τὴν οἰκίαν του, ὁ φροντίζων περὶ τῆς οἰκογενείας του, καλὸς νοικοκύρις: Ἀνεμαζωχτἡς εἶν᾿ εὐτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA