ἀναματερὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναματερὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναματερὶ τό, ναματερὶ Καππ. (Φερτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀναματερό.
Σημασιολογία
Δοχεῖον εἰς τὸ ὁποῖον τίὓεται ὁ εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν χρησιμοποιούμενος οἶνος. Συνών. ἀναματερό, ἀναματήρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA