ἀναμέριˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμέριˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναμέριˬασμα τό, ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,206-Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναμεριˬάζω.

Σημασιολογία

Μεταβολὴ τῆς ἀρχικῆς θέσεως καὶ ἀπομάκρυνσίς πως ἀπ᾽ αὐτῆς, παραμέρισμα ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Τὰ φουντωτὰ κοντόκλαδα μεριˬάζουνε μπροστά του καὶ ’ς τὸ γοργὸ ἀναμέριˬασμα κἄποιο κορμὶ προβάλλει ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/