ἀναπνο͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπνο͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναπνο͜ιά ἡ, Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Καρπ. Κάσ. Κρήτ. Κῶς Λεσβ. Λυκ. (Λιβύσσ) Ροδ Σίφν. Σύμ. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Κομ. Δεὲκ Λάουνδ. Μπριγκ Πρω. Δημητρ. ἀνεπνο͜ιὰ Θήρ. Μύκ. Νάξ. Σίφν Σῦρ Τῆλ. Χίος (Καρδάμ. Μεστ.) κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ.388 ἀνεπινο͜ιά Προπ. (Ἀρτάκ.) ἀνεπενο͜ιὰ Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἀνινιπνο͜ιὰ Θρᾴκ. ἀναπνέα Κύθηρ. ἀναπνὲ ’Ικαρ. Δ.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνάπνοια. Διὰ τὸ ἀνεπινο͜ιὰ πβ. ἀπινοὰ ἐν λ. ἀναπνοή. Ὁ τύπ. ἀναπνέα κατ’ ἀναλογ. τῶν εἰς -έα, ὡς καὶ κοπριά-κοπρέα, πυτία-πυτέα, πρασιˬά-πρασέα κττ.

Σημασιολογία

1) Ἀναπνοή, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Παίρνω ἀναπνο͜ιὰ Ἤπ. Κρήτ. Σίφν. Συμ Πιˬάνω τὴν ἀναπνο͜͜ιά μου (σταματῶ) τὴν ἀναπνοή μου) Κῶς Δὲ bορῶ νὰ πάρω τὴν ἀναπνέα μου Κύθηρ. Πιˬάνεται ἡ ἀναπνο͜ιά μου Κασ. Πῆρε τὴν ἀνεπνο͜ιά του ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος (ἰδ. συνών. φρ. ἐν λ. ἀναπνοὴ) Σῦρ.’Ανασκελᾶτες ἀναπνο͜ιὲς (ἐπὶ ρᾳθύμου καὶ ὀκνηροῦ) Συμ. Στενεύει ἡ ἀναπνο͜ιά μου (καταλαμβάνομαι ὑπὸ φόβου) ᾿΄Ηπ. ǁ Αἴνιγμ. Ηὗρα ὄφιˬο φοβερό, | εἶχε πέντε κεφαλὲς, τέσσερες ἀνεπενο͜ιές, | χέριˬα πόδιˬα εἴκοσι, δάχτυλα ἑκατὸ (νεκρὸς ἐκφερόμενος ὑπὸ τεσσάρων) ’Αρτάκ. Πάνορμ. ǁ ᾊσμ. Τσάλαχον ἄκουσα, παιδιˬά, τσάλαχο gαβαλλάρι κιˬ ἀιdρειωμένου ἀναπνο͜ιὰ ποῦ σβήνει τὸ φεgάρι Κρήτ. Σὰ θές ν᾽ ἀκούς πῶς τραγουδῶ, πιˬάσε τὴν ἀναπνο͜ιά σου, πιˬάσε καὶ τὰ ρουθούνιˬα σου καὶ τέντωσε τ᾽ ἀφτιˬά σου Κῶς Ὁλόκληρος εὑρίσκεσαι μέσα εἰς τὴν καρδιˬά μου, θρέφεσ’ ἀπὸ τὸ αἷμα μου κιˬ ἀπὸ τὴν ἀναπνο͜ιά μου Καρπ. Μ᾿ ἄχι καὶ νά ’μουν ἀναπνο͜ιὰ νὰ bῶ ᾿ς τὰ σωθικά σου νὰ δῶ γιˬὰ ποιὸ μαραίνουdαι τὰ φύλλα τσῆ καρδιˬᾶς σου Κρήτ. β) Ἐλάχιστον ἴχνος ἀναπνοῆς Κρήτ. : Φρ. Ἄναπνο͜ιὰ δὲν ἔχει (τίποτε δὲν ἔχει). Συνών φρ. ἀνακαπνεˬὰ δέν ἔχει. Περὶ τῶν τοιούτων φρ. ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,136. 2) Κολύμβημα γινόμενον ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ἀφοῦ πρῶτον ληφθῇ βαθεῖα ἀναπνοὴ Λυκ (Λιβύσσ.) Μύκ. Νάξ. Ρόδ Σίφν. Συμ :Ὁ δεῖνα κάνει ἀνεπνο͜ιὰ Μύκ. Συνών. μακροβούτι. 3) Μικρὰ ὁπὴ εἰς τὴν κορυφὴν βαρελλίου περιέχοντος ὑγρόν τι πρὸς τὴν ἄντλησιν διὰ τῆς στρόφιγγος Θρᾴκ. Πβ. τὸ μεσν. ἀναπνοὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς χρήσεως. Γεωπον. 8,21,2 (ἔκδ. ΗΒeckh) ἐπειδὰν οὖν τὸ ὀδόνιον εἰς τὸν ἀμφορέα προσεμβάλῃς, ἐπίβαλε τὸ γλεῦκος ὡς γεμίσαι δοὺς μίαν ἀναπνοήν, ἵνα μὴ ὑπερζέσῃ». 4) ᾿Οπὴ διὰ τῆς ὁποίας ἐκρέει τὸ ὕδωρ τῆς κρήνης, ὅταν αὕτη ὑπερπληρωuῇ Λεσβ. 5) Ἡ βαλβὶς τοῦ φυσητῆρος τοῦ χαλκέως ἢ σιδηρουργοῦ ὠθουμένη διὰ τοῦ ρεύματος τοῦ ἀέρος πρὸς τὰ ἔσω Κρήτ. 6) Ἡ ἄνωθεν τοῦ μετωπικοῦ ὀστοῦ γραμμὴ τῆς προσαρμογῆς τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου Λυκ. (Λιβὐσσ) 7) ’Αναπαραγωγή, γενεά, ἐπὶ ζῴων Σῦρ.: Αὐτὰ εἶναι νέα ἀνεπνο͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/