ἀναποδοσαράντισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναποδοσαράντισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναποδοσαράντισμα τό, Γ’Αθάν. Πρασιν. καπέλλ. 113

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάποδα καὶ τοῦ οὐσ. σαράντισμα.

Σημασιολογία

Τέφρα ἤσκας, ἡ ὁποία ἀνήφθη τεσσαράκοντα φορὰς διὰ πυρίτου λίθου μὲ τὰς χεῖρας ἐστραμμένας ὀπίσω εἰς τὴν ράχιν καὶ ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ὡς μαγικὸν φάρμακον κατὰ ἀσθενειῶν (πβ. ἀναποδοφωτιˬά): Δυˬὸ μέρες καὶ δυˬὸ νύχτες ἔμεινε ἣ ᾿Αράπω ᾿ς τὸ σπίτι τῆς ἄρρωστης, τὴν ἄλειψε κοκκινόχωμα, τὴ λιβάνισε μ᾽ ἀναποδοφωτιˬά… τὴν ξόρκισε μὲ τὸ ἀναποδοσαράντισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/