ἀναρύζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρύζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρύζω, ἀνερύσσω ’Ικαρ. ἀνερύζω Θρᾴκ. Ἰκαρ. ἀνιρύζου Σαμ ἀναράω Πελοπν (Λακων.) Μέσ. ἀνερυˬοῦμαι Κάρπ. ἀνουρυˬοῦμαι Κρήτ. ἀνουρυˬέμαι Κρήτ. ’νουρυˬοῦμαι Κρήτ. Ρόδ ᾽νουργούμαι Κρήτ. ’νουρυˬέμαι Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀνωρύομαι. 'Ο ἐνεργ. τύπος ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ μέσ. ὑποχωρητικῶς. Πβ. ἀγγελοκρούω, ἀγγελοσκιˬάζω κττ.

Σημασιολογία

1) Ὠρύομαι, ἐπὶ κυνὸς. Κάρπ. Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.) Ρόδ.: Ὁ σκύλλος ἀνερυˬέται, κακὸ θὰ ᾽ενῇ Κάρπ. Ἀνερυˬέται τό σκυλλί, ποῦ νὰ φάῃ τὴν κεφαλήν του! Αὐτόθ. ᾿Νουρυˬέται ὁ σκύλλος Κρήτ. Ρόδ. Συνών. ἀλυχτουρῶ 1, οὐρλιˬάζω. β) Ὕλακτῶ Πελοπν. ( Λακων.) : Παροιμ. Ἐκεῖ ποῦ τρώει τό σκυλλί, ἐκεῖ καὶ ἀναράει (ἐπὶ τοῦ ὑποστηρίζοντος δικαίως ἢ ἀδίκως τινά, διότι παρ᾽ αὐτοῦ ἔχει ὠφελήματα). Συνών. ἀλυχτένω, ἀλυχτῶ Α 1, γαβγίζω ὑλάζω. 2) Ὀλοφύρομαι, κλαίω μετὰ λυγμῶν ἰσχυρῶν Θρᾴκ. Ἰκαρ. Κἀρπ. Κρήτ : Τὸ μωρὸ κλαίει κιˬ ἀνερύσσει, γιˬατὶ θέλει βυζὶ Ἴκαρ. Ἔθαψαν τὴ μάνναν της κ᾿ ἥκλαιε κ᾽ ἠνέρυσσεν οὕλην τοῦ Θεοῦ τὴν ἡμέραν αὐτόθ. ᾽Νουργάται τὸ παιδί Κρήτ. Τίαν ἔχεις κιˬ ἀνερυέσαι; Κάρπ. ‖ ᾎσμ. Κ᾿ ἕναν πουλλάκι κάισε ᾽ς τόν πόα τἣς καμάρας, ἒν ἐκιλάει σάν πουλλὶ μήε καὶ σὰν ἀδόνι, μον’ ἐνερυˬέτο κ᾿ ἧκλαιε μ᾽ ἀνθρώπινη φωνίτσα αὐτόθ. Συνών. ἀναθρηνῶ, ἀνακαλῶ Β 3, ἀναλυγγιˬάζω 1, ἀναλυγγίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/