ἀνασκελίζω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκελίζω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκελίζω (Ι) Θήρ.Νάξ. (᾿Απύρανθ.)-Λεξ.᾿Ηπιτ.Βλαστ Δημητρ. ἀνακελίζω Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Εκ τοῦ επιρρ ἀνάσκελα.
Σημασιολογία
1) Μετβ ρίπτω τινὰ ἀνάσκελα, ὕπτιον ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν εἶχε γονατίσει, μ’ ἀνακαρώθηκε αὐτὸς ξάφνου καὶ τὸν ἀνασκέλισε Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀνακαρώνω). Τὸν ἀνασκέλισε καὶ τοῦ ᾽δωκε δυˬὸ bουνεˬές ᾿ς τὸ στῆθος Θήρ. ᾿Εντῶκεν κ᾿ ἐνεκέλτοε με (μὲ ἐκτύπησε καὶ μὲ ἀνασκέλισε) Τραπ. Συνών. ἀνασκελιˬάζω 1, ἀνασκελώνω 1. Καὶ ἀμτβ. πίπτω ὕπτιος Πόντ. (Κοτύωρ.) : ᾿Ενεκέλτσεν (ἐξηπλώθη ἀνάσκελα). Συνών. ἀνασκελαρίζω, ἀνασκελώνω 1. 2) ᾿Εξογκὠνομαι πρὸς τὰ πρόσω, ἐπὶ ἀνθρώποῦ βαδίζοντος μὲ προτεταμένον στῆθος ἢ προτεταμένην κοιλίαν ἤ ἐπί τοίχου, ἀντερείσματος κττ. ρέποντος πρός κατάρρευσιν Νάξ.(Ἀπύρανθ) : Ἐνεσκέλισεν ὁ τράφος καί θά ῤθη κάτω. Συνών. ἀνασκελώνω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA