Ἀνατολίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀνατολίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀνατολίτης ὁ, κοιν. ᾿Ανετολίτης Νάξ. (Βόθρ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. Ἀνατολίτης. Πβ. Μiklosich-Μuller Αcta 5,18 «χωράφιον Δρόσου τοῦ ᾿Ανατολίτου».

Σημασιολογία

1) Ὁ κάτοικος τῆς ᾿Ανατολῆς, ἤτοι τῆς Μ᾿Ασίας κοιν. Συνων. *Ἀνατολᾶς, Ἀνατολήσιˬος. β) Μεταφ. ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἀπολίτιστος κοιν. 2) Ὁ κάτοικος τῆς Καππαδοκίας Πόντ Συνών. Καραμανλῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/