ἀνατρίχιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατρίχιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνατρίχιˬασμα τό, ἀνατριαγμαν Πόντ.(Οἰν.Σάντ.) ἀνατρέαγμαν Πόντ (Κερασ.) ἀνατρίχιˬασμα κοιν. ἀνατρίχιˬασμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνατρίασμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀνατρέασμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνατριχιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ.
Σημασιολογία
1) Ἀνατριχιˬά, ὃ ἰδ., κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σαντ Τραπ.): Μοῦ ᾽ρθε ἀνατρίχιˬασμα. Ὅταν τὴν βλέπῃ κἀνεὶς νο͜ιώθει ἀνατρίχιˬασμα ᾿ς τὸ κορμί του κοιν. ǁ Ποίημ. Ἄνθρωποι, δέντρ’ , ἀγρίμιˬα, ἀνθοί, νερά, βουνά, λιθάριˬα, πάντοτε νο͜ιώθουν μέσα τους ἄλλος πολὺ ἄλλος λίγο ἕνα βαθὺ ἀνατρίχιˬασμα, μιˬὰ φλόγα, ἕνα μεθύσι ΚΠαλαμ. Ὓμν. ᾿Αθην.2 58. 2) Ἐλαφρὸς κυματισμός, ρυτίδωσις τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 73: Ποίημ ’Σ τοῦ βάλτου τ᾿ ἀνατρίχιˬασμα, σὲ τάραμα νεροῦ. 3) Ἐλαφρὰ κίνησις καὶ ὁ ἐκ ταύτης παραγόμενος ψίθυρος, συνήθως ἐπὶ φύλλων δένδρου Μποὲμ Ἀγριολούλ. 24: Ὁ λόγγος ξανάπεσε ’ς τὴ πρωτυτερινὴ σιγαλιά του μὲ τὸ ἀδιάκοπο ἀνατρίχιˬασμα τῶν φύλλων τῶν δένδρων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA