ἀναφουντουλλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφουντουλλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφουντουλλίζω Πόντ (Χαλδ.) ἀναφρουντουλλίζω Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φουντουλλίζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Αναθάλλω, ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν Πόντ. (Χαλδ.): ᾿Ενεφουντούλτσαν τὰ φυτά. Συνών. ἀναφυλλιˬάζω 1, ἀναφυλλίζω 1, φουντουλλίζω, φουντώνω. 2) Ἐνδυναμοῦμαι, αὐξάνω, ἐπὶ φλογὸς Πόντ. (Χαλδ.) : Ἐνεφουντούλτσεν ἡ βρούλα (φλόξ). Συνών. ἀναδίνω Β 4. 3) Μετβ. ἀποσπῶ ἄνθη ἐξ ἀνθοφόρον φυτοῦ Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/