ἄναφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄναφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄναφτος ἐπίθ. Πελοπν (Μαν) Ποντ(Κερασ Χαλδ.) Σῦρ.-Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνεπίκαυστος) Αἰν. Περίδ. Δημητρ. ἄναφτους Μακεδ. ἄναφτε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναφτὸς τοῦ ἀρκικτοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2 α. Πβ. καὶ ἀρχ. ἐπίθ. ἄναπτος=ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, ἀναφής. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀνημμένος, ἐσβεσμένος ἔνθ’ ἀν. : Ἀναφτο καντήλι Λεξ. Δημητρ. Λάμπα-φωτιˬὰ ἄναφτη Σῦρ. Λυχνάρι ἄναφτο Μάν. Ἄναφτον φουρνὶν-φωτία-λεχνάριν Κερασ. Συνων. σβησμένο ς (ἰδ. σβήνω), ἀντίθ. ἀναμμένος (ἰδ. ἀνάφτω Α 1), ἀναφτός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/