ἀνέβαιμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέβαιμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνέβαιμα τό, ἀνάβαιμα Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀνήβαιμαν Πόντ (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεβαίνω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανάβασις ἔνθ’ ἀν.: Τἣ δεντροῦ τ᾽ ἀνήβαιμαν κολάι ἔν’ (ἡ ἀνάβασις ἐπὶ τοῦ δένδρου εἷναι εὔκολος) Τραπ. ǁ Παροιμ. Κάθε ἀνάβαιμα ἔχει καὶ τὸ κατάβαιμα (ὅταν τὴν εὐτυχίαν διαδέχεται ἡ δυστυχία. Πβ. καὶ μεσν. παροιμ. παρὰ Μιχ. Γλυκ. Στίχοι Γραμματ. 363 (ἔκδ. ΕLegrand Biblioth. 1 30), «τοῦτο τὸ ἀνάβα τὸ γοργὸν ἔχει καὶ ὀξὺν κατάβα» Σωζόπ. 2) Ἡ ἀνάβασις τῆς ζύμης Πόντ. (Τραπ.): ᾿Ακόμαν ᾿κὶ φαίνεται τῆ ζουμαρί’ τ᾽ ἀνήβαιμαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/