ἀνέμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνέμι τό, (Ι) Πελοπν. (Λακων.)-ΔΣολωμ. 155

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος.

Σημασιολογία

Ἡ πνοὴ τοῦ ἀνέμου, ἄνεμος ἔνθ’ ἀν. : ᾎσμ. Ὅταν σὲ καλοθυμηθῶ, τρέμ’ ἡ καρδιˬά μου, τρέμει ὡσὰν τὀ φυλλοκάλαμο ποῦ τὸ φυσᾷ τ᾽ ἀνέμι Λακων.-Ποιημ. ᾿Αλλὰ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριˬοῦ, σὰν νὰ φυσοῦσε ἀνέμι, στρογγυλό, μέγα, λαγαρό, κοντὰ ᾿ς τὴν κόρη τρέμει Δσολωμ. ἔνθ’ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/