ἀνεμογαζοῦ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμογαζοῦ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνεμογαζοῦ ἡ, Αἴγιν. Πελοπν (Βούρβουρ. Γορτυν. κ. ἀ.)-ΣΣκιπη Ἀγ. Βαρβάρ. 87

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ ἀγνώστου β’ συνθετικοῦ. Ὁ ΝΠολιτ Παραδ 2,856 εἰκάζει ἐκ τοῦ ἄνεμος καὶ γαζέπι = ὀργή.

Σημασιολογία

1) Δαιμόνιον εὑρισκόμενον εἰς τὴν δίνην τοῦ ἀνέμου, εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον, τὸ ὁποῖον καὶ προκαλεῖ αὐτὸν Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. κ. ἀ.)-ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν.: Στήνουν οἱ ἀνεμογαζοῦδες τοὺς ἀνεμοστρόβιλους γιˬὰ νὰ σέρνουν μέσα παλληκάριˬα καὶ νεˬές ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀερικό 3, ἀνεμικὴ ἢ ἀνεμικὸ (ἰδ. ἀνεμικός Β2). 2) Ἀνεμοστρόβιλος Αἴγιν. Πελοπν. (Γορτυν. κ. ἀ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικός Β1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/