ἀνενέργητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνενέργητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνενέργητος ἐπίθ. λογ σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνενέργητος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν ἐνέργειαν ληφθέντος καθαρτικοῦ φαρμάκου ἢ ἐν γένει ὁ δυσκοίλιος: Εἶμαι ἀνενέργητος. Τὸ παιδὶ ἔμεινε ἀνενέργητο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/