ἀνθογαλερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθογαλερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνθογαλερὸς ἐπίθ. ἀθογαλερός Πελοπν.(Κάμπος Λακων.) - ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 92

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ ἀνθόγαλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ζυμωμένος, ὁ κατεσκευασμένος μὲ ἀνθόγαλα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): ’Αθογαλερὸ κουλούρι. 2) Ὁ ἔχων χρῶμα ὅμοιον πρὸς ἀνθόγαλα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. : ᾿Εκαθρέφτιζε ὁ γιˬαλὸς ’πάνω ᾿ς τἀ ἀθογαλερά του καὶ ἀσημένιˬα χρώματα τά ἐρωτάρικα χρυσόγελα τοῦ οὐρανοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/