ἀνθρωποσούσουρρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωποσούσουρρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθρωποσούσουρρο τὸ, ΚΠαλαμ. Γράμματ. 2,203
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνθρωπος καὶ σούσουρρο.
Σημασιολογία
Ὑπόκωφος θόρυβος ἀνθρώπων: Κάθε φορὰ ποῦ βρέθηκα σὲ θέατρό μας, ἐννεˬὰ φορὲς ᾿ς τοὶς δέκα, στενοχωρε͜ιέμαι καὶ ζαλίζομαι, ἀνθρωποσούσουρρο τριγῦρο μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA