ἀνίδεος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνίδεος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνίδεος ἐπίθ. σύνηθ. ἀνίδεˬους Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἰδέα.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων ἰδέαν, γνῶσιν περί τινος, ὁ μὴ γνωρίζων τι σύνηθ.: Αὐτὸς εἶναι ὅλως διόλου ἀνίδεος σύνηθ. Ἦταν ἀνίδεος τῆς κλεψιˬᾶς ποῦ τοῦ γινόταν Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ὁ στραβὸς κιˬ ὁ ἀνίδεος εἶν᾿ ἕνα πρᾶμα Πελοπν. (Πάτρ.) Συνών. ἀνήξερος 1. 2) Ὁ ἄπειρος τοῦ κόσμου, ἀνύποπτος Χίος κ.ἀ. -ΑΔρίβας ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 81: Ἡ καψούλλα ἀνίδεη ἔκατσεν κοντά της Χίος || Ποίημ. Νά ᾽μαι σὰν ἦχος πλάι σου, σὰ φῶς μέσ᾿ ’ς τὴν ἑσπέρα, ἕνα παιδὶ ἀνίδεο ποῦ παίζει μὲ τὸ χῶμα ΑΔρίβας ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνήξερος 1 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA