ἀνίσωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνίσωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνίσωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἰσωτὸς < ἰσώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἀνώμαλον ἐπιφάνειαν, ἀνισοπέδωτος: Τὸ χωράφ’ ἀνίσωτον ἕν᾽. Συνών. ἀνίσαχτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA