ἀνοιγωκλειδώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιγωκλειδώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοιγωκλειδώνω Ἀστυπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. ἀνοίγω καὶ κλειδώνω.

Σημασιολογία

Ἀνοίγω καὶ κλείω διαδοχικῶς: Ἡ βασιλοπούλλα ποῦ ᾿κόμα δὲ κοιμήθηκε μὲ τὰ σωστά της, ἀνοιγωκλειδώνει τὰ μάτια της (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ἀνοιγωκλείνω 1, ἀνοιγωσφαλνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/