ἀνοστεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοστεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνοστεύω σύνηθ. ἀνουστεύου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνοστος Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ἀνοστεύγω καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἀνοστένω 1, ὃ ἰδ., σύνηθ.: Ἡ βροχὴ ἀνόστεψε τὰ σταφύλια σύνηθ. Ἔβανες πολὺ νερὸ κιˬ ἀνόστεψες τὸ φαεῖ Λεξ. Δημητρ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἀηδὴς σύνηθ.: Ἀνόστεψαν οἱ ντομάτες-τὰ πεπόνιˬα-τὰ σταφύλιˬα. 2) Μεταφ. Ἀνοστένω 2, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Πολὺ σ᾽ ἀνοστεύει αὐτὸ τὸ φόρεμα Ἀθῆν. || ᾎσμ. Ποῦ τὴν ἀνόστεψε ὁ καηˬμός, | τὴ σούρωσε τὸ κλάμα Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA