ἀντιβόλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιβόλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιβόλι τό, Νάξ ἀd’βό’ Σάμ. ἀθιβόλι ᾿Αμοργ. ’Αστυπ. Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. ᾽Ικαρ. Κύθν. Μῆλ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γλυνᾶδ.) Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) Σίφν. κ.ἀ. ᾽θιβόλι Εὔβ. (Κονίστρ. ’Οξύλιθ.) Ἤπ. Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ. ’θιβό᾿ Τῆν. (Κώμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀντιβόλιν, παρ’ ὃ καὶ ἀθιβόλιν. Πβ. ’Ασίζ. Κύπρ. (ἔκδ. ΚΣάθα) 129.

Σημασιολογία

1) Ὑπόδειγμα γραφῆς πρὸς ἀντιγραφὴν Ζάκ. 2) Ὑπόδειγμα, σχέδιον, ὁμοίωμα ἐκ χάρτου, δέρματος ἢ σκληρᾶς ὕλης, καθ’ ὃ κόπτονται τεμάχια πρὸς κατασκευὴν μεγαλυτέρου ὅλου, οἷον ἐνδυμάτων, ὑποδημάτων, ἐπίπλων κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔκοψα ἕνα ᾿θιβόλι γιˬὰ σκούφια τοῦ παιδίου μου Κονίστρ. Ὁ τσαgάρις ἔχει ἀθιβόλι καὶ παίρνει ἀξαμάρι ᾽Απύρανθ. || Φρ. ’Αθιβόλι εἶναι τ᾿ ἀφτί του (ἐπὶ ἀνθρώπου ὀξέως καὶ ἀκριβῶς ἀκούοντος) ’Απύρανθ. Νὰ χάσῃ ὁ Θεὸς τὸ ἀθιβόλι σου! (ἄλλος ὅμοιος πρὸς σὲ νὰ μὴ γεννηθῇ! Συνών. ἀρὰ νὰ χάσῃ ὁ Θεὸς τὸ καλούπι σου!) αὐτόθ Συνών. ἀχνάρι, στάμπα. 3) Μεταφ. ὑπόδειγμα, παράδειγμα κακὸν Σάμ.: Ὅλους οὑ κόσμους τοὺν ἔ’ ἀd’βό. β) Μετων. περίγελως, ἀνόητος ᾿Αμοργ. Νάξ. (Γλυνᾶδ): Ἔ! ἀθιβόλι ποῦ ᾽σαι! Γλυνᾶδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/