ἀντικρατῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικρατῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικρατῶ Κέρκ. -ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 64 καὶ Οἱ σκλάβ. 291 καὶ 409 Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. κρατῶ.
Σημασιολογία
1) Κρατῶ ὀπίσω, συγκρατῶ, σταματῶ Κέρκ. -ΚΘεοτόκ. ἐνθ’ ἀν.: Μὴν ἀντικρατήσῃς τ᾿ ἄλογο καὶ μὴ φοβᾶσαι γιˬὰ μένα, τὰ ποδάριˬα μὲ βαστοῦν Κέρκ. ᾿Εφώναξε πασκίζοντας ν᾿ ἀντικρατήσῃ τὸ χαχάρισμά της ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 64 Μιˬὰ συγκίνησι ποῦ δύσκολα τὴν ἀντικρατοῦσε ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 291. Ἔκαμε δύναμι γιὰ ν’ ἀντικρατήσῃ τὰ δάκρυά του καὶ τὸ θυμό του αὐτόθ. 409 Συνών. ἀποκρατῶ. 2) ’Επὶ ζυγοῦ οἱουδήποτε, δὲν λειτουργῶ καλῶς, παρέχω στάθμησιν ἀνακριβῆ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲν τοὺ λέει καλὰ αὐτὸ τοὺ στατέρ’, ἀντικρατάει. Ἦταν ξί’κου τοὺ ἄλεσμα, τοὺ ζύιˬασι οὑ μ’ λουνᾶς μ’ ἕνα στατέρ’ π’ ἀντικράταϊ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA