ἀντιλέγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιλέγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιλέγω λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀντιλέω Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Μέσ. ἀντιλέγομαι Μέγαρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀντιλέγω.

Σημασιολογία

1) Λέγω ἐναντία, ἐναντιολογῶ: Ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ πῇς, αὐτὸς ἀντιλέγει. Συνήθισε ν᾿ ἀντιλέῃ κοιν. || Φρ. Λέγω κιˬ ἀντιλέγω (ἀναιρῶ ὅ,τι εἶπον. Συνών. φρ. λέγω καὶ ξελέγω) Κερασ. || ᾎσμ. Ἡ μάννα της ἡ Σκλήραινα, κάτσε, Ρηνιώ, τῆς λέγει, κιˬ ὁ κύρις της ἀντίλεγε, σῦρε, Ρηνιˬώ μου, σῦρε Ἀθῆν. (παλαιότ.) Συνών. ἀντικρίνω Β 2, ἀντιμιλῶ. 2) Μέσ. ἐρίζω, φιλονικῶ Μέγαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/