ἀντιστανα͜ιὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιστανα͜ιὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντιστανα͜ιὸς ὁ, Πελοπν (Κορινθ.) ἀdιστανα͜ιὸς Νάξ. (Κινίδαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντίσταυρος κατὰ σύμφυρ. ἑκουσίαν πρὸς τὸ οὐσ. σταναιὸς πρὸς μείωσιν τῆς χυδαιότητος καὶ ἀσεβείας.

Σημασιολογία

Ὁ διάβολος, μόνον εἰς τὴν φρ.: Τὸν ἀντιστανα͜ιό σου! (τῆς φρ. προηγεῖται τὸ αἰσχρᾶς σημ. ρῆμα) Πελοπν (Κορινθ.) Συνών. ἀντίθεος 2, ἀντίσταυρος, ἀντίχριστος, διˬάβολος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/