ἀντίφορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίφορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίφορτο τό, ἀμάρτ. ἀdίφορτο Πελοπν. (Λάκων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. φορτιˬό.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐπὶ τοῦ ὑποζυγίου ἀντίρροπον φορτίον ἣ τὸ ἐπὶ τοῦ ἑτέρου πλευροῦ ἐπὶ πλέον φορτίον πρὸς ἰσορρόπησιν τοῦ σάγματος, ὅταν κατ' ἀνάγκην τὸ μεταφερόμενον φορτίον δὲν δύναται νὰ διαιρεθῇ εἰς δύο ἰσοβαρῆ ποσὰ ἢ ὁπωσδήποτε τὸ ἓν ἥμισυ εἶναι ἐλαφρότερον τοῦ ἄλλου: Ἔβαλε μιὰ πέτρα ἀντίφορτο νὰ μὴ γέρνῃ τὸ φόρτωμα ἢ τὸ ζῷο. 2) Τὸ ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ σάγματος πρόσθετον βάρος: Φρ. Παίρνω τὸν δεῖνα ἀντίφορτο (ἐπὶ προσώπου ὀχληροῦ, τὸ ὁποῖον ἀναγκαστικῶς παραλαμβάνομεν μαζί μας). Συνών. ἀντιφόρτωμα, ἀπανωγόμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA