ἀντρακλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρακλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντρακλεˬὰ ἡ, ἀντραχλεˬὰ Εὔβ. - ΠΓενναδ. Γεωργ. Γλωσς. 2 - Λεξ. Βλαστ. ἀdραχλεˬὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) ἀνδραχνεˬὰ Σαμοθρ. ἀντράχνεˬα Πόντ. (Σούρμ.) ἀντρακλεˬὰ Πελοπν. (Μάν.) Χίος ἀντράκλεˬα Πόντ. (Τραπ.) ἀρδακλεˬὰ Μεγίστ. ἀρdακλεˬὰ Ρόδ. ἀντρουκλεˬὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντράκλα (ΙΙ) κατὰ τὰ εἰς –εˬὰ ὀν. φυτῶν.

Σημασιολογία

Ἀντράκλα (ΙΙ) 1, ὃ ἰδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Αντρουκλεˬὰ Κύπρ. Ἀνδραχλεˬὰς ὁ, Χίος Ἀχλαντρεˬὰς Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/