ἀντρογυνοχωριστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντρογυνοχωριστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντρογυνοχωριστὴς ὁ, Λεξ. Δημητρ. ἀdρου’νουχουρίστης Θρᾴκ. (Μάδυτ.) - Λεξ. Μπριγκ. ἀdροϋνοχωρίστρης Σύμ. ἀdρογενοχωριστὴς Κρήτ. ἀdουου’νουχουου᾿ στὴς Σαμοθρ. Θηλ. ἀντρογυνοχωρίστρα Θρᾴκ. - ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 454 ἀντροϋνοχωρίστρα Κάρπ. ἀdροϋνοχωρίστρα Σύμ. ἀντρυανοχωρίστρα Πελοπν. (Μάν.) ἀdρυανοχωρίστρα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνδρογυνοχωριστής.
Σημασιολογία
Ὁ προκαλῶν τὴν διάζευξιν συζύγων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄξαφνα ἔρχουνταν μιˬὰ κεράτσα καὶ σοῦ τὸν ξελάγιˬαζε καὶ ξεθύμαινε ὁ ᾿Ασήμης μὲ κἀμμιˬὰ ἀντρογυνοχωρίστρα ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. Ἦρθε πανούκλα φόνισσα, ἀντρογυνοχωρίστρα Θρᾴκ. Ἰψὲς προυψὲς ἱπέρασα ᾿π᾿ τοῦ Χάροντα τὴν πόρτα κιˬ ἄκουσα τη Χαρόντισσα τοὺν γιˬό τ’ς να καταρει͜έτι, γιˬέ μου ἀdουου’νουχουου’στὴ κὶ σκουρπουφαμιλίτη! Σαμοθρ. Συνών. ἀντροχωριστὴς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA