ἄξιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄξιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄξιος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ.)ἄξιους βόρ. ἰδιώμ. ἄξιγιˬος Πόντ.(Τραπ.) ἄξιˬος σύνηθ. ἄιˬος Κύπρ. ἄξιˬους βόρ. ἰδιώμ. ἀξιˬὸς Θεσσ. (Τζουμέρκ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (’Αράχ. Εὐρυταν.) ἄξος ᾿'Ανδρ. ᾽Αστυπ. Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.) Θήρ. Θράκ. Κρήτ. Μακεδ. (Γκιουβ. Καστορ.) Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Νίσυρ. Πελοπν (Αἴγ.) Σκῦρ. Σύμ. ἄξους Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) Σκόπ. Σκῦρ. ἄους Στερελλ. (Αἰτωλ) ἄξιε Τσακων. ἄξε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄξιος. Ὁ τύπ. ἄξος καὶ παρὰ Γυπαρ. πρᾶξ. Β στ. 295 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 213) καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Α 2220 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

1) ᾿Επάξιος, ἀντάξιος κοιν.: Φρ. Ἄξιος ὁ μιστός σου! (εὐχὴ τῶν ἐπαιτῶν πρὸς τοὺς ἐλεοῦντας, ὅπως ὁ Θεὸς ἀνταμείψῃ αὐτοὺς ἐπαξίως τῆς ἀγαθῆς πράξεως,τὴν ὁποίαν ἔπραξαν). β) ᾿Εποικοδομητικὸς σύνηθ.: Φρ. Ἄξιο τὸ προσκύνημά σου! (εὐχὴ πρὸς ἐπιστρέφοντας ἐκ προσκυνήματος). 2) Κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων σύνηθ.: Ἄξιˬο πρᾶμα ἔκαμες καὶ τὸ λές ἀκόμη σύνηθ. Ἄξιˬον φαεῖν ἔφαες τσαὶ τὸ φωνάζεις! Κύπρ. Ἄξιˬο καὶ δίκαιο, ἂν θὰ ’φήσῃ τούτη ὁ Θεὸς νὰ ζήσῃ Σίφν. Τοῦ εἶπι τ᾽ ἄξα του τσὶ τά προυκουμμένα του Λέσβ || Φρ. Ἄξιος ! ἄξιος ! (ἐπιφωνεῖται πρὸς κληρικοὺς κατὰ τὴν χειροτονίαν ἢ πρὸς ἀναδόχους κατὰ τὴν βάπτισιν) κοιν. ΙΙ Ἆσμ. Χίλια καλῶς τὴ βρήκαμε τὴ συdροφιˬὰ τὴν ἄξα, ἀποὺ τὴν ἐπαινούσανε, ὅσοι κιˬ ἂ dὴν ἐπράξα Κρήτ. β) Ἀξιόλογος, ἔξοχος, μεγάλος σύνηθ. : Φρ. Ἄξια ἡ χάρι σου ! (εἰρων, μεγάλη σου ἡ χάρι!) 3) Ἱκανός, ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Κοτύωρ. Σάντ.) Τσακων. : Ἄξιος ἄνθρωπος. Ἄξια γυναῖκα. Ἄξιο παιδί. Καλὴ κιˬ ἄξια κόρη. Δὲν εἶναι ἄξιος γιˬὰ τίποτε ! κοιν. Ἄξος κ᾿ ἐπιδέξος εἶν᾿ αὐτὸς Θήρ. Ἄξοι ’ναι καὶ γιὰ ᾿κε͜ιονά ’χουνε τόσανα ὀζὰ Κρήτ. ᾿Εγώ ’μαι ἀξιˬώτερη παρὰ ἡ-’ ἀδερφή μου Πελοπν. Ἄξιος ᾽κ᾿ εἶσαι τὴν τρίχα μου νὰ ἐγγίῃς Κερασ. || Φρ. ᾿Εδῶ σ’ ἔχω ἄξιο ! (ἐμπρός, ἂν εἶσαι ἱκανός !) σύνηθ. || Παροιμ. Ἄξιˬος ’ς τὸ φαγεῖ κιˬ ἀγλήγορος ’ς τὸν ὕπνο (εἰρων. ἐπὶ ὀκνηροῦ καὶ ἀνικάνου) ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 22, 279. Οἱ ἔμορφες γυρεύονται κ’ οἱ ἄξιες ἐπαινοῦνται (ἡ καλλονὴ προτιμᾶται τῆς ἀξίας) ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 96, 60 Ἄξα ἤμουν κ᾽ ἤκανά τα, | ἄξα ἤμουν κ’ ἤσαξά τα (ἐπὶ τοῦ λίαν ἐπιτηδείου) Κρήτ. || Ἄσμ. Ποι͜ὸς εἶ᾿ ἄξιˬους κὶ γλήγουρους νὰ τρέξῃ σὰ ζαρκάδι, τριῶ μερῶ περπάτημα τρεῖς ὧρες νὰ τὸ κάμῃ; Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ἐμεῖς ἄξιγοι καὶ δυνατοὶ κιˬ ἀσ’ σὸν Κωσταντᾶν κάλλιˬοι Τραπ. ᾿Αντίθ. ἀνάξιος 1. 4) Ταχύς, γρήγορος Θεσσ. (Μηλ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Αἴγ.) : Τὸ μουλάρι εἶν᾽ ἄξιο Κεφαλλ. Ἄξο ἄλογο Αἴγ. Αὐτὸς εἶνι ἄξιους ἄθρουπους, μπουρεῖ σὲ μιˬὰ μέρα νὰ πά’ κὶ νά ᾿ρτ’ ’ς τοὺ Βόλου μὶ τὰ πουδάριˬα Μηλ. 5) Δυνατός, ρωμαλέος Εὔβ. (Κύμ.) ᾿΄Ηπ. Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Μακεδ. (Καστορ.) ᾎσμ.Μιˬὰ καλογρα͜ιὰ ἐγέννησεν ἕν᾽ ἄξο παλληκάρι Κύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/