ἀπάντρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάντρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάντρευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀπάντριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀπάdρευτος πολλαχ. ἀπάdριφτους Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παντρευτὸς<παντρεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
Ἄγαμος, ἀνύμφευτος, ἐπὶ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν σύνηθ. καὶ Ποντ (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Ἔμεινε ἀπάντρευτος. Ἔχω ἀδερφὴ ἀπάντρευτη σύνηθ. Ἐπάντρεψεν τὰ δύο κορίτ ᾿τ᾿ καὶ τ’ ἄλλο ἐπέμ’νεν ἀπάντρευτον Τραπ. Χαλδ. || Γνωμ. Ἀπάdρευτος σὰ bαdρευτῇ δὲ bρέπει νὰ χορεύγῃ, μόνο σακκὶ ᾿ς τὸν ὦμο dου κριθάρι νά γυρεύγῃ (ὁ νυμφευόμενος πρέπει νὰ ἀφίσῃ πλέον τὰς διασκεδάσεις καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν φροντίδα τῆς διατροφῆς τῆς οἰκογενείας του) Κρήτ. || ᾎσμ. Ποτέ μου δὲ bαdρεύγομαι κιˬ ἀπάdρευτος θανά ’μαι κιˬ ὅπου σεΐρι κ᾿ ἐγλεντζὲς ἐκε͜ιὰ κ’ ἐγὼ θανά ’μαι αὐτόθ. || Ποίημ. Ἀπάντρευτη, ἄκαρπη κιˬ ἀξήγητη καὶ ὡραία! ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 286. Συνών. ἀνέγλυτος 1, ἀνύμφευτος, ἀνύπαντρος. Πβ. ἀγυναίκιστος, ἄναντρη 1, ἀνάντριστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA