ἄπηχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπηχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπηχτος ἐπίθ. κοιν. ἄπ’χτους βόρ. ἰδιώμ. ἄπηγος Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ. τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄπηκτος.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔχει πήξει ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πήξῃ κοιν.: Ἀβγὸ-αἷμα-γάλα-γιˬαούρτι-μέλι-πετμέζι-τυρὶ ἄπηχτο κοιν. || Φρ. Ἄπηχτο μυˬαλὸ ἢ ἄπηχτα μυˬαλὰ (ὁ μὴ ὥριμος, ἐπιπόλαιος νοῦς) κοιν. Συνών. ἄδετος 4, ἄπιαστος 7. β) Ὁ μὴ συντετελεσμένος, ἀτελής, ἐπὶ ᾠοῦ τοῦ ὁποίου τὸ κέλυφος εἶναι ἔτι μαλακὸν Εὔβ. (Κάρυστ.): Ἔρριξε ἡ κόττα τ᾿ ἀβγὸ ἄπηχτο. γ) Ὁ μὴ ὑφανθεὶς Μέγαρ. Στερελλ. (Κλών.) κ.ἀ. Συνών. ἀνύφαντος, ἀξύφαντος. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ὡριμάσας τὸν νοῦν, ὁ ἔχων παιδικὰς ἢ νεανικὰς σκέψεις ἐνιαχ.: Ἄπηχτο παιδάκι ἐνιαχ. Καὶ μιλεῖ ’ς τὸ παλληκάρι τ' ἄπηχτο καὶ τ’ ὁδηγάει ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 37. Συνών. ἄγουρος Α3β, *ἀνωρίμαστος 2, ἀπάωρος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA