ἀπογράφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπογράφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπογράφω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀπογράφου βόρ. ἰδιώμ. ἀπογράφτου Πόντ. (Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπογράφω
Σημασιολογία
1) Κάμνω καταγραφὴν ἐν καταλόγῳ προσώπων, ζῴων καὶ πραγμάτων, ἐπὶ δημοσίας ἀρχῆς λόγ. σύνηθ.: Ἦρθαν οἱ ὑπάλληλοι ν’ ἀπογράψουν τοὺς κατοίκους τοῦ χωριˬοῦ. Ἀπόγραψαν τὰ πρόβατα-τοὺς χοίρους κττ. Ἀπόγραψαν τὰ χτήματα τοῦ τάδε. 2) Μέσ. ἐγγράφομαί που, λογαριάζομαι ὡς τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος Κάρπ.: ᾎσμ. Ἄν σὲ κερδέψω, νούρι μου, ἀηδονόπουλλό μου, σκλάος σου θεν’ ἀπογραφτῶ μ’ ὅλον τ᾿ ἀρκοντικόν μου. β) Δι’ ἐγγράφου συμβολαίου ἀσφαλίζομαι Κάρπ.: Παροιμ. φρ. Ζωντανὸς κιˬ ἀποθαμμένος εἶν᾿ ἀπογραμ-μένος (ἐπὶ τοῦ ἐκχωροῦντος δι’ ἐγγράφου συμβολαίου ἅπασαν τὴν περιουσίαν του εἰς τὰ τέκνα του ἐπὶ τῷ ὅρῳ τῆς διατροφῆς καὶ περιποιήσεώς του ἐπὶ ζωῆς καὶ τῶν μετὰ θάνατον μνημοσύνων του). 3) Διαγράφω, ἐξαλείφω τι γεγραμμένον, σβἡνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τὸν ἀπόγραψα, δὲ θέλω νὰ τὸν ξέρω πεὰ σύνηθ. Ἔγραφε κιˬ ἀπόγραφε Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἐπόγραψά τον ἀσ’ σὸ κατάστιχο μ’ Κερασ. || Παροιμ. Ἀδε͜ιανὸς καλόγερος ἔγραφε κιˬ ἀπόγραφε (ἐπὶ ἀργοσχόλου) Λευκ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Χριστέ μ’, ὀψὲ ντὸ ἔγραψες σήμερον ἀπογράψον Τραπ. Συνών. ξεγράφω. β) Θεωρῶ τινα ἀνάξιον ἐμπιστοσύνης, ἀπαξιῶ Πόντ. (Τραπ.) 4) Ἀποκληρῶ τινα τῆς κληρονομικῆς περιουσίας Μακεδ.: Τοὺν ἀπόγραψι οὑ πατέρας τ’ αὐτόν. 5) Τελειώνω, ἀποπερατῶ τὴν γραφικὴν ἐργασίαν σύνηθ.: Τώρα δὰ ἀπόγραψα τὸ γράμμα σύνηθ. || ᾎσμ. Τὸ γράμμα δὲν ἀπόγραψε καὶ μπατταρεὰν ἀκούει, δώδεκα βόλιˬα τὸν τρυπᾶν καὶ λόγον δὲν ἐβγάνει Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA