ἀπόζερβος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόζερβος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόζερβος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ζερβός.

Σημασιολογία

1) ’Αριστερόχειρ, ἐπαρίστερος ἐν συνεκφ. μετὰ τοῦ ἁπλοῦ καὶ πρὸς ἐπίτασιν τούτου: Ζερβὸς κιˬ ἀπόζερβος. Συνών. ζερβός. 2) Δύσβατος, δυσπρόσιτος, τραχύς: ᾎσμ. Καὶ μιὰ λαφῖνα ταπεινὴ δὲν πάει κοντὰ μὲ τ’ ἄλλα, μόνο ᾿ς τ᾿ ἀπόσκιˬα περπατεῖ 'ς τ’ ἀπόζερβα ἀγναντεύει. Συνών. ἄβολος Α1, ἀνάζερβος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/