ἀποκαιρίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαιρίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποκαιρίτης ὁ, Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς φρ. ἀπὸ καιροῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης.
Σημασιολογία
1) Ζῷον ἄγον τὸ δεύτερον ἔτος ἀπὸ τῆς γεννήσεως του, περυσινόν. 2) Οἰκόσιτον σφάγιον, ἰδίᾳ κριὸς ἢ χοῖρος τρεφόμενος μέχρι τοῦ ἐπιόντος ἔτους πρὸς σφαγήν. Συνών. μανάρι, μαρτίνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA