ἀποκαπνισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκαπνισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποκαπνισμὸς ὁ, Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀποκαπνισμός.
Σημασιολογία
Ἀποκάπνισμα, ὃ ἰδ.: Γιˬὰ τῆ κεφαλί’ τὸν πόνο ποίσον τὸν ἀποκαπνισμὸν καὶ βλαστήμα με. Πβ. Διοσκορ. Περὶ ὕλης ἰατρικ. 3,116 (ἔκδ. Kuhn) «ἀποθυμιώμενα δὲ ξηρὰ (τὰ φύλλα) εἰς ἀποκαπνισμὸν τοὺς ὑπὸ ξηρᾶς βηχός . . . θεραπεύει».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA